Ο Άνταμ Σμιθ (1723-1790) ήταν ένας Σκότος οικονομολόγος αλλά και ηθικός φιλόσοφος. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της πολιτικής οικονομίας και θεμελιωτής της σχολής των κλασικών οικονομικών. Ένας από τους κύριους εκπροσώπους του Σκωτσέζικου Διαφωτισμού, ο Σμιθ είναι συγγραφέας των έργων «Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων» και «Μια έρευνα της φύσης και των αιτιών του πλούτου των εθνών», με το δεύτερο να αναφέρεται συνήθως απλά ως Ο Πλούτος των Εθνών και να θεωρείται ως το κύριο έργο του Σμιθ και η πρώτη νεωτερική εργασία πάνω στα οικονομικά.
Αυτό το έργο υπήρξε μία από τις πρώτες προσπάθειες να μελετηθεί η ιστορική ανάπτυξη της βιομηχανίας και του εμπορίου στην Ευρώπη. Αυτό το έργο βοήθησε στη δημιουργία της σύγχρονης ακαδημαϊκής πειθαρχίας των οικονομικών και παρέσχε μία από τις πιο γνωστές διανοητικές δικαιολογήσεις του ελεύθερου εμπορίου, του καπιταλισμού και του ελευθερισμού.
Αφού σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και της Γλασκόβης εκλέχθηκε καθηγητής της λογικής, για να μεταπηδήσει την επόμενη χρονιά στην έδρα της Ηθικής φιλοσοφίας. Αργότερα ταξίδεψε στο Παρίσι, την Τουλούζη, το Μονπελιέ και τη Γενεύη, όπου γνώρισε το Βολταίρο, ενώ κατά την επιστροφή του στο Παρίσι, γνωρίστηκε και διαλέχθηκε για σημαντικά ζητήματα με κορυφαίους διανοουμένους της εποχής, όπως ο Ντ’ Αλαμπέρ, τον Ολμπάχ, τον Ελβετιους και τον Τυργκό.
Μετά την επανάκαμψή του στην πατρίδα του, τη Σκοτία, το 1766, αφοσιώθηκε κατά τα επόμενα δέκα χρόνια στη συγγραφή του έργου του “Μια έρευνα της φύσης και των αιτιών του πλούτου των εθνών”. O Άνταμ Σμιθ επικέντρωσε το ερευνητικό ενδιαφέρον του σε δύο τομείς: την ηθική φιλοσοφία και την οικονομία. Σύμφωνα με την ηθική διδασκαλία του, την οποία διατύπωσε στο σύγγραμμα του “Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων”, το κριτήριο της ηθικής αξιολόγησης είναι η συμπάθεια, η ικανότητα να διεισδύει κανείς στην ψυχή των άλλων και, ως ανιδιοτελής θεατής, να κρίνει και να αξιολογεί τα συναισθήματα και τις πράξεις των σε σχέση με τα κίνητρα των.
Έτσι, αναφορικά προς μία πράξη, εάν, ακολουθώντας τη διαδικασία της συμπάθειας, διεισδύσομε στην ψυχή του προσώπου που την τέλεσε και, παρατηρώντας και αξιολογώντας ως ανιδιοτελείς θεατές τα συναισθήματα του και την πράξη του, επιδοκιμάσομε τα κίνητρα του, τότε κρίνομε ότι η εν λόγω πράξη είναι ηθικώς ορθή· σε διαφορετική περίπτωση, αν, βάσει του κριτηρίου της συμπάθειας, αξιολογώντας τα κίνητρα βάσει των οποίων τέλεσε κάποιος μία πράξη, αποδοκιμάσομε τα τελευταία αυτά, κρίνομε ότι η εν λόγω πράξη είναι ηθικώς επιλήψιμη. Ανάλογη διαδικασία οφείλομε να ακολουθούμε και όταν πρόκειται να αξιολογήσομε τις δικές μας πράξεις: θα πρέπει να τις κρίνομε εκτιμώντας ως αμερόληπτοι θεατές τα κίνητρα βάσει των οποίων τις τελέσαμε.
«Στη ζωή σου», παρατήρησε ο Σμιθ, «οφείλεις να ενεργείς κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο τρίτος αμερόληπτος και ανιδιοτελής θεατής των πράξεων σου να μπορεί να τις επιδοκιμάσει. Οφείλεις να αντιμετωπίζεις και να κρίνεις τον εαυτό σου και τις πράξεις σου ως ανιδιοτελής θεατής». Όσον αφορά, εξάλλου, στον τομέα της οικονομίας, στον οποίο, επίσης, κατέγινε, ο Σμιθ αναδείχθηκε σε ιδρυτή της σχολής του οικονομικού φιλελευθερισμού, που εισηγείται την αρχή της ελεύθερης αγοράς και αντανακλά τις θέσεις και τη βάση του οικονομικού συστήματος της αστικής κοινωνίας.
Πρώτο και βασικό κίνητρο της οικονομίας, ορισμένως, κατά το Σμιθ, είναι το ατομικό συμφέρον, η τάση του κάθε ανθρώπου να εξασφαλίσει για τον εαυτό του τα μέσα προκειμένου να ζήσει. H οικονομική ελευθερία των ατόμων για την απόκτηση των μέσων της ζωής των και ο οικονομικός ανταγωνισμός, τον οποίο συνεπάγεται αυτή, διαμορφώνουν την οικονομική ζωή της κοινωνίας και τους νόμους που τη διέπουν.
Έχοντας ως στόχο οι άνθρωποι ο καθένας των το ατομικό συμφέρον και το οικονομικό κέρδος αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες ενεργοποιώντας τις φυσικές, τις πνευματικές και ηθικές δυνάμεις* των, αξιοποιούν τη δημιουργική δύναμη των, αναπτύσσουν τους κλάδους παραγωγής, θέτουν τους όρους της οικονομικής δραστηριότητας, κατανέμουν την εργασία και τα κέρδη, προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγή και να συσσωρευτεί ο πλούτος, πράγμα που θα έχει ως συνέπεια την ανάπτυξη του τεχνικού και πνευματικού πολιτισμού , την ευημερία και την ευδαιμονία* της κοινωνίας.
Στον «Πλούτο των Εθνών», ο Άνταμ Σμιθ ισχυρίζεται ότι, μέσα στο σύστημα του καπιταλισμού , ένα άτομο που δρα για το προσωπικό του συμφέρον τείνει να προωθεί και το συμφέρον της κοινότητας του. Αυτήν την αρχή την απέδωσε στον κοινωνικό μηχανισμό που αποκαλούσε Αόρατη Χείρα.
Σύμφωνα με τον Σμιθ υπάρχουν έξι ψυχολογικά κίνητρα που συνδυάζονται σε κάθε άτομο έτσι ώστε να προάγει το κοινό καλό. Στην «Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων», λέει: Δρώντας σύμφωνα με τις επιταγές των ηθικών μας λειτουργιών, αναγκαστικά επιδιώκουμε τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για να προωθήσουμε την ευτυχία της ανθρωπότητας. Ένα σύγχρονο παράδειγμα ενός τέτοιου φαινομένου είναι το τεραστίων διαστάσεων κοινωνικό όφελος που δημιουργεί η διάδοση των υπολογιστών αγαθά που παρήχθησαν κυρίως από ανθρώπους που προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν το οικονομικό τους κέρδος. Αυτοί οι παραγωγοί δεν κατασκεύασαν τους υπολογιστές για χάρη της ανθρωπότητας ούτε από αλτρουιστική επιθυμία για να προάγουν την συλλογική περιουσία της κοινωνίας. Κάθε κοινωνικό όφελος που προέκυψε λοιπόν, σύμφωνα με την θεωρία του Σμιθ, είναι απλά επακόλουθο της προσπάθειας τους για προσωπική ανταμοιβή.
Αντίθετα με τις συνηθισμένες παρανοήσεις, ο Σμιθ δεν ισχυρίστηκε ότι όλες οι ιδιοτελείς εργασίες αναγκαστικά ωφελούν την κοινωνία, ή ότι όλα τα δημόσια αγαθά παράγονται μέσω ιδιοτελούς εργασίας. Υπέδειξε όμως ότι σε μια ελεύθερη αγορά, οι άνθρωποι συνήθως, τείνουν να παράγουν αγαθά που επιθυμούν οι γείτονες τους. Η Τραγωδία των Κοινών είναι ένα παράδειγμα στο οποίο η ιδιοτέλεια τείνει να παράγει ένα ανεπιθύμητο αποτέλεσμα.
Ο Ανταμ Σμιθ είναι ο πρώτος οικονομολόγος – φιλόσοφος που επισήμανε τις αρχές βάσει των οποίων λειτουργεί μέχρι σήμερα η οικονομία της αγοράς και ο πρώτος που εγκαινίασε ουσιαστικά την επιστήμη της Πολιτικής Οικονομίας, αφού ήταν από τους πρώτους που συνέδεσαν τη λειτουργία της οικονομίας, με τη λειτουργία του κράτους και της κοινωνίας.
Ο Ανταμ Σμιθ θεωρείται μέχρι σήμερα από οπαδούς και αντιπάλους αξεπέραστος. Η βασική αρχή που διέπει το έργο του «Ο πλούτος των εθνών» είναι ότι η εργασία είναι η μοναδική πηγή ευημερίας ενός έθνους. Ο Σμιθ, επηρεασμένος από τον ανερχόμενο καπιταλισμό του 18ου αιώνα στην Αγγλία και τις αμερικανικές αποικίες, ήταν απο τους πρώτους που έδωσαν έμφαση στη σπουδαιότητα του ιδιώτη – επιχειρηματία, στα πλεονεκτήματα του ελεύθερου εμπορίου και που τάχθηκαν κατά της πολιτικής των κρατικών παρεμβάσεων, πιστεύοντας απόλυτα στο «λεσέ φερ, λεσέ πασέ» και την ικανότητα των δυνάμεων της αγοράς να επιτυγχάνουν την απαραίτητη κοινωνική ισορροπία.
Αυτό μάλιστα το σκέλος των θεωριών του ήταν που τον έκανε και διάσημο ανά τους αιώνες και ιδιαίτερα στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η σκληρή και πολύ διαφορετική πραγματικότητα από αυτήν της εποχής του είχε αρχίσει να κάνει επιτακτική την ανάγκη κάποιας μορφής κρατικής παρέμβασης, για να απαλυνθούν οι αλγεινές επιπτώσεις της ξέφρενης καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Στο έργο του Σμιθ αντικατοπτρίζεται η ιδεαλιστική εικόνα της πρώιμης καπιταλιστικής ανάπτυξης στη Βρετανία, εικόνα πολύ διαφορετική από αυτήν που θα ανακαλύψουν λίγα χρόνια αργότερα, με την εξέλιξη της βιομηχανικής επανάστασης, σοσιαλιστές όπως ο Φουριέ και άλλοι, οι οποίοι θα θέσουν και τις βάσεις για την ανάπτυξη του σοσιαλιστικού και εργατικού κινήματος στα τέλη του 19ου αιώνα.
Με δυο λόγια για τον Σμιθ το όφελος αυτών που κατέχουν τα πλουτοπαραγωγικά μέσα, γίνεται αυτομάτως και όφελος των υπολοίπων μελών της κοινωνίας που καρπώνονται «τον πλούτο των εθνών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε ελεύθερα.... μπεεεεεεε!